- ἐριλαμπέτις
- ἐρι-λαμπέτις, ἡ, pecul. fem. of sq., Max.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριλαμπέτις — ἐριλαμπέτις, ἡ (Α) μτγν. ανώμαλο θηλυκό τού ἐριλαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπέτις (< λάμπω)] … Dictionary of Greek